ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… … Dictionary of Greek
ημίβρωτος — ἡμίβρωτος, ον (Α) φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βρωτός (< βιβρώ κω), πρβλ. ορνεό βρωτος, φθειρό βρωτος] … Dictionary of Greek
θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek
ιεροσκόπος — ὁ (Α ἱεροσκόπος, ον) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος ο ιερομάντης*, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek
ιππομιγής — ἱππομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ ίππος και κατά το ήμισυ άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ μίγ ην), πρβλ. θηριο μιγής, ορνεο μιγής] … Dictionary of Greek
λογοσκόπος — λογοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που κατασκοπεύει και ακούει κρυφά, ωτακουστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. θεμι σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek
νεφελομιγής — νεφελομιγής, ές (Α) ο αναμεμιγμένος με νεφέλη («νεφελομιγὲς πῦρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. ορνεο μιγής] … Dictionary of Greek
οιωνόμικτος — οἰωνόμικτος, ον (Α) αυτός που είναι ως προς το ήμισυ οιωνός («οἰωνόμικτον μοῑραν», λυκόφρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μικτός (< μικτός < μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek
ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… … Dictionary of Greek
ορναπέτιον — ὀρναπέτιον, τὸ (Α) (βοιωτ. τ.) το όρνεο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο βοιωτ. τ. ὀρναπέτιον συνδέεται με το ὄρνεον, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο α . Πολλοί, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η μορφή πέτιον συνδέεται με τα ἑρπετόν, κινώπετον] … Dictionary of Greek