όρνεο

όρνεο
και όρνιο, το (ΑΜ ὄρνεον)
(νεοελλμσν.) γενική ονομασία κάθε άγριου και αρπακτικού πτηνού
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) (υποτιμητικά) καθυστερημένος διανοητικά, ευήθης, βλάκας
αρχ.
1. πτηνό
2. στον πληθ. τὰ ὄρνεα
τόπος όπου πωλούνται πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όρνιθα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… …   Dictionary of Greek

  • ημίβρωτος — ἡμίβρωτος, ον (Α) φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βρωτός (< βιβρώ κω), πρβλ. ορνεό βρωτος, φθειρό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] …   Dictionary of Greek

  • ιεροσκόπος — ὁ (Α ἱεροσκόπος, ον) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος ο ιερομάντης*, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνεο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • ιππομιγής — ἱππομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ ίππος και κατά το ήμισυ άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ μίγ ην), πρβλ. θηριο μιγής, ορνεο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • λογοσκόπος — λογοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που κατασκοπεύει και ακούει κρυφά, ωτακουστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. θεμι σκόπος, ορνεο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • νεφελομιγής — νεφελομιγής, ές (Α) ο αναμεμιγμένος με νεφέλη («νεφελομιγὲς πῦρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. ορνεο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • οιωνόμικτος — οἰωνόμικτος, ον (Α) αυτός που είναι ως προς το ήμισυ οιωνός («οἰωνόμικτον μοῑραν», λυκόφρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μικτός (< μικτός < μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, ορνεό μικτος] …   Dictionary of Greek

  • ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… …   Dictionary of Greek

  • ορναπέτιον — ὀρναπέτιον, τὸ (Α) (βοιωτ. τ.) το όρνεο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο βοιωτ. τ. ὀρναπέτιον συνδέεται με το ὄρνεον, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο α . Πολλοί, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η μορφή πέτιον συνδέεται με τα ἑρπετόν, κινώπετον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”